εν αρχη ην ο λογος

Saturday, July 28, 2007

αυτό το αστέρι απέναντι που λάμπει, ποιό είναι γέροντα;

- Αυτό το αστέρι απέναντι που λάμπει, ποιό είναι γέροντα;
- Ο Σείριος!
...κι ο γέροντας άφησε τη ματιά του να πετάξει. Στο φως απέναντι. Με τους θεατές να μετράνε τις δρασκελιές της όρασης τους, εκεί όπου ο γέροντας όρισε τον Σείριο.
Από ένα θεωρείο μισογεμάτο. Σε μια παράσταση αρχαίου δράματος. Στη Λευκωσία. Με την υγρασία να θολώνει τις ένοχες υποψίες της καθημερινότητας. Με τον Αγαμέμνονα να πραγματεύεται το παιδί του με το χρησμό των θεών. Με όλους εμάς τους θνητούς θιασώτες να ψάχνουμε το θεό μας στην κερκίδα της αναζήτησης. Στο ρυθμό του Χορού που ξεσκόνιζε όλους τους χρησμούς που απατήθηκαν.
Πόσο επίκαιρη μοιάζει η αρχαία Ελλάδα!...ταυτόσημο ένας φόβος και μια θυσία κρεμμασμένη στο μπαλκόνι των «θεών». Το προαιώνιο δίλημα της κάθε Κλυτεμνήστρας που αντιστέκεται. Η Ιφιγένεια που υποτάσσεται. Ο Ορέστης που δεν ρωτήθηκε ποτέ!

Κοιτάω ψηλά και διαισθάνομαι πως ο Γέροντας χάραξε δυό αράδες στα υποσέλιδα μαυ. Κάτι πιο πέρα απ’ την λήθη που στεριώνει γύρω. Κάτι που ορίζεται κάπου απέναντι. Υποθέτω πως κάπως έτσι ξεκουμπώνονται οι αλήθειες. Κλέβεις τη μαγκιά της Ελλάδας και δραπετεύεις απ την κομψή τροχιά της ψευδαίσθησης.

Χαίρε, ω χαίρε Γέροντα!...Η σιγουριά σου μας δεσμεύει στο κάθε απέναντι που συναντάμε, τιμή σε όσα «απέναντι» ξεχάσαμε να κοιτάξουμε...

Λευκωσία, 23 Ιουλίου 2007

Friday, July 20, 2007

στον Άγγελο "μου"

κάθομαι μπροστά από ένα ανοιχτό λευκό χειρόγραφο. Χαζεύω σε παλιές και νέες εμπνεύσεις. Η επικαιρότητα με μπερδεύει. Καμιά φορά με θυμώνει. Κρύβομαι πίσω απ' τον καπνό του τσιγάρου. Η ανάγκη να κάνω ένα γενναίο βηματισμό είναι εδώ. Με τους φόβους να παραμονεύουν. Με την τόλμη να με ελευθερώνει. Τι μπέρδεμα κι αυτό...Κι εκεί που μοιάζω να χάνομαι στην ανοχή του μέσου όρου, συναντώ απέναντι μου εσένα.Κάθεσαι διακριτικά, αλλά επιβλητικά ακριβώς απέναντι απ' τα μάτια μου. Διεκδικείς λίγα λεπτά για να πεις απλά πως μ' αγαπάς! Σ' ακούω με μια ηλίθια ψυχραιμία. Δεν ξέρω καν πως να αντιδράσω. Θέλω να σου πω πως σε λατρεύω, αλλά τ' αφήνω για μετά. Πρέπει να σε ακούσω. Μοιάζεις ίδια η φωνή της ψυχής μου. Θέλω να σου πω ευχαριστώ, μα φοβάμαι μην ακουστεί μικρό. Βλέπεις οι λέξεις δεν χωράνε πάντα όσα θέλουμε να πούμε.Σ' αγαπώ πολύ. Να προσέχεις!

Wednesday, July 18, 2007

τα όνειρα θυμώνουν όταν δεν τα πιστεύεις!


Το βρήκα πίσω πίσω. Στο ράφι με όλες τις παλιές αγάπες. Ανάμεσα τους ένα συγγραφικό συναπάντημα επωνύμων. Το προτελευταίο στη σειρά. Μου χαρίστηκε στις αρχές κάποιου περασμένου καλοκαιριού. «Τα όνειρα θυμώνουν όταν δεν τα πιστεύεις. Σ αγαπώ». Η αφιέρωση στη δεύτερη σελίδα. Απ’ τον φίλο που μ’ έμαθε να τρέχω κι έξω απ’ τα σύνορα μου. Μια σκονισμένη ανυποψίαστη μαρτυρία για όσα περπατήθηκαν λίγο πριν και λίγο μετά την δεκαετία του 90. Στη θυελλώδη ακρότητα μιας Αθήνας που με μάθαινε πράγματα.
Μαραμπού - Πούσι - Τραβέρσο. Οι τίτλοι. Νίκος Καββαδίας. Ο ποιητής. Ότι περίσσευε απ’ τον αυθορμητισμό της θάλασσας, το περιεχόμενο τους.

Φόρεσα ότι περίσσεψε απ’ την δικιά μου θάλασσα και περπάτησα στις ακτές του ποιητή στίχο στίχο.
Πώς είναι ν’ ανοίγεις τα τετράδια της ψυχής σου…έτσι! Ένα αχόρταγο ξεγύμνωμα. Νοσταλγικό, πλην όμως ενοχλητικά διαχρονικό.

Γυρνάω τις σελίδες με μια διάθεση σχεδόν πειστική. Για το ταξίδι! Ένα ολοκαίνουργιο ταξίδι. Απ’ τις αποβάθρες των αινιγμάτων, έως τις αποβάθρες των ονείρων. Και κάπου εδώ πιάνω τον εαυτό μου να λογοκρίνεται.
«πόσες φορές κλείστηκα στα σύνορα μου; Δεν αναπήδησα καν απ’ την πεπατημένη ».
Η αφιέρωση γίνεται κριτική. Μου ανατρέπει τις ισορροπίες. Σκέφτομαι πόσο πολύ είχα παλέψει γι’ αυτές. Για μια σταλιά υγρασίας, στην στεγνή εποχή των αρνήσεων.
Μοιάζω εριστική απέναντι στον ποιητή της θάλασσας. Δεν τον τραγουδάω πια, παρά μόνο στις μικρές παλίρροιες της θάλασσας μου.
Ίσως νάχει δίκιο η Νεφέλη!... «γέμισαν οι ζωές μας ψυχαναλύσεις παντός είδους».
Κάποτε οι φωνές ξεδιψούσαν με στίχους. Τώρα πώς; Τώρα ούτε ένας γραμμένος στίχος, ούτε ένας γραμμένος τοίχος. Ούτε ένας!...ούτε ένας στα δημόσια φανερά.
Θέλω να πω,… αν παρεμπιπτόντως μου ξεφύγει μια δρασκελιά αυθορμητισμού, αν λέω…που θα πρέπει να την καταχωρήσω;
Οι σελίδες χορεύουν ταγκό με τα δάχτυλα μου. Ο Σταυρός του Νότου γίνεται ένα αλισβερίσι με όλα τα ταξίδια που δεν μου χαρίστηκαν. Ακριβά πληρωμένο ναύλο για κάθε διαδρομή που διακόπηκε. Κάτι σαν την διακόρευση της εποχής απ’ το χρεωμένο αντριλίκι μιας επόμενης.
«Ναι, αλλά τώρα είναι αλλιώς! Είναι;». Χαϊδεύω το ρεαλισμό και εύχομαι αυτή τη φορά να με διασώσει.
«θέε μου…! Κι η μαμά της Μαιρούλας, κι αυτή…αλλιώς τα έβλεπε…». Η ανάμνηση μιας ιστορίας γρατζουνάει τις επιφυλλίδες των σκέψεων μου.
Η Μαιρούλα, η μαμά της,...η απαγόρευση…ο ποιητής….όλα τα «αλλιώς» που μας μπέρδεψαν!
Πριν τρία χρόνια. Σε μια ενδιαφέρουσα παρένθεση της ζωής μου. Βρέθηκα να δουλεύω σ’ ένα βιβλιοπωλείο, κι εκεί, εκτός από μια ακάλυπτη πλευρά του εαυτού μου, γνώρισα τη Μαιρούλα και τη μαμά της.
- «καλημέρα! Η Μαιρούλα μου θέλει κάτι να διαβάζει…για τις διακοπές…ξέρετε…»
- «βεβαίως. Κάποια προτίμηση, ή να προτείνω κάτι εγώ»
Η αμηχανία της μικρής συγχρονίστηκε με όλη την αμηχανία της δικής μου ζωής. Αμίλητα ρούφηξε με ένα βλέμμα όλους τους τίτλους. Την ακολούθησα ρουφώντας όλα τα επιθύμια που μου έλειψαν. Τα μάτια της φτερούγισαν στην θέα του Τραβέρσο κι ήρθε με μια υγρή φωνή, σχεδόν ψιθυριστά δίπλα μου.
- «Καββαδία θέλω, έχετε;»
- «δεν κάνουν για σένα αυτά. Δεν έχουν!»
Η φωνή της μαμάς της πυροβόλησε στον αέρα. Τώρα φτερούγισαν και τα δικά μου μάτια.
- «Τα Ασημένια Πατίνια! Αυτό να πάρεις!» Ξαναπυροβόλησε! Ψάχνω τα πατίνια μου, …να τρέξω. Θέλω τόσο πολύ να τρέξω. Κι η μικρή…κι αυτή ήθελε πολύ να τρέξει. Κι έτρεξε!
- «Πάρε εσύ τα Πατίνια! Χάρισμα σου!...Εγώ δεν θέλω τίποτα!»
Κι έτρεξε! Εγώ θυμήθηκα τις φορές που ήθελα να τρέξω και δεν έτρεξα. Όσα μου χαρίστηκαν και δεν ήθελα. Όσα δεν μου χαρίστηκαν κι ακόμα τα θέλω.

Γυρίζω ξανά τις σελίδες του Καββαδία. Οι παράγραφοι μοιάζουν με ουλές ονείρων. Σκέφτομαι όλα τα προσχήματα που μου δανείστηκαν. «Τώρα είναι αλλιώς», ξανασκέφτομαι και
μου έρχονται κλάματα.
- «Είναι μικρή γι’ αυτά, καταλαβαίνετε!» Η φωνή της μαμάς της Μαιρούλας. «Ξέρετε πως είναι τα σημερινά παιδιά.. Τώρα είναι αλλιώς».
Και με ένα ατσαλάκωτο «μας συγχωρείτε» αναχώρησε για τον αλλιώτικο κόσμο της.

Ήξερα! Ήξερα πως υπάρχουν πολλές Μαιρούλες με ασημένια πατίνια. Πως στα δεκάξι τους τα φοράνε και κάνουν βόλτες στις νεραιδοχώρες των μαμάδων τους. Χωρίς κανένα ποιητή να παρενοχλεί τις ισορροπίες, αφήνοντας το σημάδι του στην προπέλα της ηθικής τους.
«γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω σε προδίνω,
Κι ο γρύλλος ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού» Ν.Κ
Θυμάμαι όλα τα πριν που δεν έζησα. Ποιο νάταν άραγε το πρόσχημα;
«σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ’είδες;» Ν.Κ
Κάποτε ήταν αλλιώς Μαιρούλα!...Ίσως νάχει δίκιο η μαμά σου,….ίσως όχι…
Άλλωστε, «πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη, με λογής παράξενα φυτά», που λέει κι ο ποιητής!

Με ξύπνησε ο ήχος του κινητού. Μήνυμα απ’ τον Αλέξη. «έχω εισιτήρια για την συναυλία του Θάνου Μικρούτσικου. Ξέρεις…Κούτρας, Θηβαίος,….τραγουδάνε Καββαδία…»
Δεν χρειάστηκε να δω τη συνέχεια. Είπα, ναι! Κι ευχόμουν κάπου εκεί να βρω ξανά τη Μαιρούλα! Με ή χωρίς τη μαμά της.

Ήρθε και με βρήκε αυτή!...ο Βασιλικός έγραψε πως η σύμπτωση είναι συνώνυμο της ανάγκης. Κι εγώ είχα ανάγκη να τη συναντήσω. Όπως έχω ανάγκη να βρω όλα τα πριν που δεν έζησα.

Είχαν περάσει μήνες από τότε που «χάρισε» τα ασημένια πατίνια στη μαμά της. Η Μαιρούλα ερχόταν στο μεταξύ κρυφά κάποια μεσημέρια στο βιβλιοπωλείο. Συναντούσε τον Καββαδία στην προπέλα της εφηβείας της, όσο εγώ ξαγρυπνούσα σε ένα ρεαλισμό που δεν με διέσωσε.
Δεν μιλήσαμε ποτέ για τη μαμά της. Ούτε για τίποτα άλλο μιλήσαμε. Όταν την «έπιασα» να διαβάζει λαθραία, απλά της έγνεψα πως είναι εντάξει. Κι έτσι σιωπηρά συνωμότησα στην επανάσταση της, μετρώντας τις χάντρες απ’ το κομπολόι των δικών μου επαναστάσεων. Ακόμα κι αυτών που από πρόσχημα έχω φιλτράρει. Άλλωστε αυτές «είναι αλλιώς»…και είναι αυτές που πονάνε περισσότερο.

Είναι παράξενος ο τρόπος που μπλέκονται μεταξύ τους οι ιστορίες. Παράξενες συμπτώσεις σε διαφορετικά παραπατήματα. Η συνωμοσία μου με τη Μαιρούλα. Όλα όσα άφησα να με προσπεράσουν. Η μαμά της Μαιρούλας που ξεχάστηκε στα ασημένια πατίνια. Όλα τα αφανέρωτα που με βόλεψαν. Γίνονται όλα ένα σημάδι. Στα υποσέλιδα του Καββαδία. Ένα τόσο δα σημάδι στην άκρη της σιωπής, ικανό να ξεθαρρέψει άλλη μια ανατροπή. Και δεν σηκώνει ερμηνεία. Απλά συμβαίνει. Κάτι σαν φωνή χωρίς σώμα. Το σύμπαν…ίσως!
- κι εσύ μπορείς να περπατάς στο σύμπαν σου Μαιρούλα…Να το θυμάσαι!


Υ.Γ:
- Γειά σας! Ωραία συναυλία…με θυμάστε;…Ξέρετε δεν πρόλαβα ποτέ να πω ευχαριστώ!
Η Μαιρούλα ήταν εκεί!
- Εγώ σ ευχαριστώ Μαιρούλα!...Κι ας μην μάθεις ποτέ το γιατί…!