εν αρχη ην ο λογος

Monday, August 06, 2007

μην παίρνεις στα σοβαρά όσα σου λέω κυρία Ειρήνη μου...

…Ήμουν σχεδόν έτοιμη να φύγω. Είχα μαζέψει κινητό, τσιγάρα και τα σχετικά. Έκανα να σηκωθώ και με σταμάτησε. Η κυρία Ειρήνη. «…κάνε ένα τσιγάρο ακόμα,…να σου πω».
Η ματιά της αναπήδησε, πήρε το χρώμα της φωτιάς. «..εσύ, …εσύ σίγουρα θα ξέρεις να μου πεις…». Τι να ήθελε να μάθει; Δεν πρόλαβα να αναρωτηθώ… « …τι είναι έρωτας;». Πήρε κι η ψυχή μου το χρώμα της φωτιάς. Μ ένα καίριο ερώτημα μ’ έβαλε ξανά στη θέση μου. Θέση βολής ή θέση άμυνας; Πόσες φορές χρειάστηκε να διαλέξω; «…τι είναι έρωτας;…για σένα τι είναι;»…Πώς τις κάνεις έτσι κάθετα τις ερωτήσεις κυρία Ειρήνη μου; Οι λέξεις σωριάστηκαν στο πλακόστρωτο. Γιατί εγώ έπρεπε να ξέρω κυρία Ειρήνη; Γιατί τώρα; «Είναι τόσα πολλά ο έρωτας…». Τόσα πολλά μαζί, τόσα πολλά χώρια. Είναι μια φλύαρη σιωπή. Πώς να της έλεγα γι’ αυτήν.
«έρωτας είναι δυο άνθρωποι που αγαπιούνται πολύ κι είναι μαζί». Μείνε ως εδώ, …ήθελα να της πω. Κι όταν νομίζουν πως είναι μαζί αλλά δεν είναι; Αυτό πως λέγεται; Πες μου εσύ
γι’ αυτό κυρία Ειρήνη!
Της είπα για τις σχέσεις που δεν είναι ποτέ ίδιες. Πως στον καθένα η καρδιά φτερουγίζει αλλιώς. Πως αν καμιά φορά βρεθούμε σ’ ένα κοινό παράλληλο με κάποιον, τότε αυτό, ίσως είναι και έρωτας. Δεν ξέρω!...ίσως και να μην θέλω να ξέρω. Γιατί επιμένεις τόσο κυρία Ειρήνη; Επέμενε!... «Είναι ένα εσύ κι ένα εγώ μαζί…». Πόσα χωράνε στο εσύ, πόσα λείπουν απ’ το εγώ; Μην με ρωτήσεις γι’ αυτό. Δεν τον έκανα ακόμη το λογαριασμό. Συγχώρεσε με αγαπημένη κυρία Ειρήνη. Σήμερα δεν είναι βολικό. Ούτε χθες ήταν, ποτέ δεν ήταν! Ίσως αύριο…!
Γι’ αυτήν δεν ήταν αρκετά όσα είπα. Ήθελε κι άλλο, ήθελε όλα τα παραπέρα που εγώ δεν άντεχα. Μέσα από αυτά ήθελε να βρει την άκρη της. «Είναι αυτό που μοιράζεσαι χωρίς ανταλλάγματα». Τι σου λέω κυρία Ειρήνη;…ψέματα σου λέω…Αυτό μπορεί νάναι κι αυταπάτη. Μην μπεις στην παγίδα! «θα σου πω κάτι άλλο….».
Ίσως αυτό να της ταίριαζε καλύτερα, αυτό σκέφτηκα. «…ίσως είναι οτιδήποτε μοιραζόμαστε με αγάπη…Καμιά φορά κι ο εαυτός μας….Όταν τον μοιραζόμαστε….όταν πηδάμε τα όρια μας και δρασκελάμε σε μια άλλη αυλή απέναντι…Ένα ταξίδι είναι…που το απλώνεις όσο αντέχεις…ίσως αυτό!»
«Μ’άρεσε!» είπε… Τα μάτια της έγιναν ξανά θάλασσα. Πριν προλάβω να την χαιρετήσω είχε κιόλας ξεκινήσει το ταξίδι της…
Μην παίρνεις στα σοβαρά όσα σου λέω. Ήθελα να της πω, αλλά…πώς να κολυμπήσω στη δικιά της θάλασσα…Με μένα είναι αλλιώς κυρία Ειρήνη μου. Ποιόν ρόλο να διαλέξω για να σου χαρίσω; Με ποιο απ’ τα κατάρτια μου να σε φιλέψω; Τίποτα δεν είναι στατικό. Ο έρωτας αλλάζει, …καμιά φορά σε μεταλλάζει. Ούτε αυτό της τόπα!
«Πρέπει να φύγω κυρία Ειρήνη…» Δεν χωράω σε τέτοια ερωτήματα, όχι σήμερα. Σήμερα έχω να ξεκαθαρίσω άλλα. Πιο καίρια ερωτήματα. Τις βραχονησίδες μου. Σήμερα τις είδα. Σαν τα βαρίδια της ψυχής, ίδιες! Ρούφηξαν την θάλασσα. Ρούφηξαν μαζί και την δικιά μου αλμύρα. Οι βραχονησίδες μου. Πρέπει να μάθω κυρία Ειρήνη. Αν θα τις δρασκελίσω μία μία ή αν θα κάνω μια βουτιά να τις προσπεράσω. Δεν σου είπα γι’ αυτές.
«Όλοι έχουμε την ιστορία μας…» Μόνο αυτό της είπα. Διέγνωσε μια θλίψη και ρώτησε, αλλά διασώθηκα με μια γουλιά κρύο νερό. Στις έκρυψα τις βραχονησίδες μου κυρία Ειρήνη. Ήθελα να με γνωρίσεις χωρίς αυτές, …«καθαρή». Σου είπα μόνο πως αυτή η θάλασσα, ξέπλυνε λίγο όσα φοβάμαι….Δρόσισε τα εντός μου. Μόνο αυτό σου είπα. Μόνο αυτό ήθελα να ακούσω κι εγώ!
«…χάρ
ηκα πολύ που σε γνώρισα…μια άλλη φορά ίσως πούμε περισσότερα…».



Υ.Γ: Το κείμενο γράφτηκε πριν ένα περίπου χρόνο. Δημοσιεύεται για πρώτη φορά, χατίρι σε ένα φίλο που απόψε μου θύμισε πόσο διαχρονικές γίνονται καμιά φορά οι αλήθειες!...

Saturday, July 28, 2007

αυτό το αστέρι απέναντι που λάμπει, ποιό είναι γέροντα;

- Αυτό το αστέρι απέναντι που λάμπει, ποιό είναι γέροντα;
- Ο Σείριος!
...κι ο γέροντας άφησε τη ματιά του να πετάξει. Στο φως απέναντι. Με τους θεατές να μετράνε τις δρασκελιές της όρασης τους, εκεί όπου ο γέροντας όρισε τον Σείριο.
Από ένα θεωρείο μισογεμάτο. Σε μια παράσταση αρχαίου δράματος. Στη Λευκωσία. Με την υγρασία να θολώνει τις ένοχες υποψίες της καθημερινότητας. Με τον Αγαμέμνονα να πραγματεύεται το παιδί του με το χρησμό των θεών. Με όλους εμάς τους θνητούς θιασώτες να ψάχνουμε το θεό μας στην κερκίδα της αναζήτησης. Στο ρυθμό του Χορού που ξεσκόνιζε όλους τους χρησμούς που απατήθηκαν.
Πόσο επίκαιρη μοιάζει η αρχαία Ελλάδα!...ταυτόσημο ένας φόβος και μια θυσία κρεμμασμένη στο μπαλκόνι των «θεών». Το προαιώνιο δίλημα της κάθε Κλυτεμνήστρας που αντιστέκεται. Η Ιφιγένεια που υποτάσσεται. Ο Ορέστης που δεν ρωτήθηκε ποτέ!

Κοιτάω ψηλά και διαισθάνομαι πως ο Γέροντας χάραξε δυό αράδες στα υποσέλιδα μαυ. Κάτι πιο πέρα απ’ την λήθη που στεριώνει γύρω. Κάτι που ορίζεται κάπου απέναντι. Υποθέτω πως κάπως έτσι ξεκουμπώνονται οι αλήθειες. Κλέβεις τη μαγκιά της Ελλάδας και δραπετεύεις απ την κομψή τροχιά της ψευδαίσθησης.

Χαίρε, ω χαίρε Γέροντα!...Η σιγουριά σου μας δεσμεύει στο κάθε απέναντι που συναντάμε, τιμή σε όσα «απέναντι» ξεχάσαμε να κοιτάξουμε...

Λευκωσία, 23 Ιουλίου 2007

Friday, July 20, 2007

στον Άγγελο "μου"

κάθομαι μπροστά από ένα ανοιχτό λευκό χειρόγραφο. Χαζεύω σε παλιές και νέες εμπνεύσεις. Η επικαιρότητα με μπερδεύει. Καμιά φορά με θυμώνει. Κρύβομαι πίσω απ' τον καπνό του τσιγάρου. Η ανάγκη να κάνω ένα γενναίο βηματισμό είναι εδώ. Με τους φόβους να παραμονεύουν. Με την τόλμη να με ελευθερώνει. Τι μπέρδεμα κι αυτό...Κι εκεί που μοιάζω να χάνομαι στην ανοχή του μέσου όρου, συναντώ απέναντι μου εσένα.Κάθεσαι διακριτικά, αλλά επιβλητικά ακριβώς απέναντι απ' τα μάτια μου. Διεκδικείς λίγα λεπτά για να πεις απλά πως μ' αγαπάς! Σ' ακούω με μια ηλίθια ψυχραιμία. Δεν ξέρω καν πως να αντιδράσω. Θέλω να σου πω πως σε λατρεύω, αλλά τ' αφήνω για μετά. Πρέπει να σε ακούσω. Μοιάζεις ίδια η φωνή της ψυχής μου. Θέλω να σου πω ευχαριστώ, μα φοβάμαι μην ακουστεί μικρό. Βλέπεις οι λέξεις δεν χωράνε πάντα όσα θέλουμε να πούμε.Σ' αγαπώ πολύ. Να προσέχεις!

Wednesday, July 18, 2007

τα όνειρα θυμώνουν όταν δεν τα πιστεύεις!


Το βρήκα πίσω πίσω. Στο ράφι με όλες τις παλιές αγάπες. Ανάμεσα τους ένα συγγραφικό συναπάντημα επωνύμων. Το προτελευταίο στη σειρά. Μου χαρίστηκε στις αρχές κάποιου περασμένου καλοκαιριού. «Τα όνειρα θυμώνουν όταν δεν τα πιστεύεις. Σ αγαπώ». Η αφιέρωση στη δεύτερη σελίδα. Απ’ τον φίλο που μ’ έμαθε να τρέχω κι έξω απ’ τα σύνορα μου. Μια σκονισμένη ανυποψίαστη μαρτυρία για όσα περπατήθηκαν λίγο πριν και λίγο μετά την δεκαετία του 90. Στη θυελλώδη ακρότητα μιας Αθήνας που με μάθαινε πράγματα.
Μαραμπού - Πούσι - Τραβέρσο. Οι τίτλοι. Νίκος Καββαδίας. Ο ποιητής. Ότι περίσσευε απ’ τον αυθορμητισμό της θάλασσας, το περιεχόμενο τους.

Φόρεσα ότι περίσσεψε απ’ την δικιά μου θάλασσα και περπάτησα στις ακτές του ποιητή στίχο στίχο.
Πώς είναι ν’ ανοίγεις τα τετράδια της ψυχής σου…έτσι! Ένα αχόρταγο ξεγύμνωμα. Νοσταλγικό, πλην όμως ενοχλητικά διαχρονικό.

Γυρνάω τις σελίδες με μια διάθεση σχεδόν πειστική. Για το ταξίδι! Ένα ολοκαίνουργιο ταξίδι. Απ’ τις αποβάθρες των αινιγμάτων, έως τις αποβάθρες των ονείρων. Και κάπου εδώ πιάνω τον εαυτό μου να λογοκρίνεται.
«πόσες φορές κλείστηκα στα σύνορα μου; Δεν αναπήδησα καν απ’ την πεπατημένη ».
Η αφιέρωση γίνεται κριτική. Μου ανατρέπει τις ισορροπίες. Σκέφτομαι πόσο πολύ είχα παλέψει γι’ αυτές. Για μια σταλιά υγρασίας, στην στεγνή εποχή των αρνήσεων.
Μοιάζω εριστική απέναντι στον ποιητή της θάλασσας. Δεν τον τραγουδάω πια, παρά μόνο στις μικρές παλίρροιες της θάλασσας μου.
Ίσως νάχει δίκιο η Νεφέλη!... «γέμισαν οι ζωές μας ψυχαναλύσεις παντός είδους».
Κάποτε οι φωνές ξεδιψούσαν με στίχους. Τώρα πώς; Τώρα ούτε ένας γραμμένος στίχος, ούτε ένας γραμμένος τοίχος. Ούτε ένας!...ούτε ένας στα δημόσια φανερά.
Θέλω να πω,… αν παρεμπιπτόντως μου ξεφύγει μια δρασκελιά αυθορμητισμού, αν λέω…που θα πρέπει να την καταχωρήσω;
Οι σελίδες χορεύουν ταγκό με τα δάχτυλα μου. Ο Σταυρός του Νότου γίνεται ένα αλισβερίσι με όλα τα ταξίδια που δεν μου χαρίστηκαν. Ακριβά πληρωμένο ναύλο για κάθε διαδρομή που διακόπηκε. Κάτι σαν την διακόρευση της εποχής απ’ το χρεωμένο αντριλίκι μιας επόμενης.
«Ναι, αλλά τώρα είναι αλλιώς! Είναι;». Χαϊδεύω το ρεαλισμό και εύχομαι αυτή τη φορά να με διασώσει.
«θέε μου…! Κι η μαμά της Μαιρούλας, κι αυτή…αλλιώς τα έβλεπε…». Η ανάμνηση μιας ιστορίας γρατζουνάει τις επιφυλλίδες των σκέψεων μου.
Η Μαιρούλα, η μαμά της,...η απαγόρευση…ο ποιητής….όλα τα «αλλιώς» που μας μπέρδεψαν!
Πριν τρία χρόνια. Σε μια ενδιαφέρουσα παρένθεση της ζωής μου. Βρέθηκα να δουλεύω σ’ ένα βιβλιοπωλείο, κι εκεί, εκτός από μια ακάλυπτη πλευρά του εαυτού μου, γνώρισα τη Μαιρούλα και τη μαμά της.
- «καλημέρα! Η Μαιρούλα μου θέλει κάτι να διαβάζει…για τις διακοπές…ξέρετε…»
- «βεβαίως. Κάποια προτίμηση, ή να προτείνω κάτι εγώ»
Η αμηχανία της μικρής συγχρονίστηκε με όλη την αμηχανία της δικής μου ζωής. Αμίλητα ρούφηξε με ένα βλέμμα όλους τους τίτλους. Την ακολούθησα ρουφώντας όλα τα επιθύμια που μου έλειψαν. Τα μάτια της φτερούγισαν στην θέα του Τραβέρσο κι ήρθε με μια υγρή φωνή, σχεδόν ψιθυριστά δίπλα μου.
- «Καββαδία θέλω, έχετε;»
- «δεν κάνουν για σένα αυτά. Δεν έχουν!»
Η φωνή της μαμάς της πυροβόλησε στον αέρα. Τώρα φτερούγισαν και τα δικά μου μάτια.
- «Τα Ασημένια Πατίνια! Αυτό να πάρεις!» Ξαναπυροβόλησε! Ψάχνω τα πατίνια μου, …να τρέξω. Θέλω τόσο πολύ να τρέξω. Κι η μικρή…κι αυτή ήθελε πολύ να τρέξει. Κι έτρεξε!
- «Πάρε εσύ τα Πατίνια! Χάρισμα σου!...Εγώ δεν θέλω τίποτα!»
Κι έτρεξε! Εγώ θυμήθηκα τις φορές που ήθελα να τρέξω και δεν έτρεξα. Όσα μου χαρίστηκαν και δεν ήθελα. Όσα δεν μου χαρίστηκαν κι ακόμα τα θέλω.

Γυρίζω ξανά τις σελίδες του Καββαδία. Οι παράγραφοι μοιάζουν με ουλές ονείρων. Σκέφτομαι όλα τα προσχήματα που μου δανείστηκαν. «Τώρα είναι αλλιώς», ξανασκέφτομαι και
μου έρχονται κλάματα.
- «Είναι μικρή γι’ αυτά, καταλαβαίνετε!» Η φωνή της μαμάς της Μαιρούλας. «Ξέρετε πως είναι τα σημερινά παιδιά.. Τώρα είναι αλλιώς».
Και με ένα ατσαλάκωτο «μας συγχωρείτε» αναχώρησε για τον αλλιώτικο κόσμο της.

Ήξερα! Ήξερα πως υπάρχουν πολλές Μαιρούλες με ασημένια πατίνια. Πως στα δεκάξι τους τα φοράνε και κάνουν βόλτες στις νεραιδοχώρες των μαμάδων τους. Χωρίς κανένα ποιητή να παρενοχλεί τις ισορροπίες, αφήνοντας το σημάδι του στην προπέλα της ηθικής τους.
«γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω σε προδίνω,
Κι ο γρύλλος ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού» Ν.Κ
Θυμάμαι όλα τα πριν που δεν έζησα. Ποιο νάταν άραγε το πρόσχημα;
«σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ’είδες;» Ν.Κ
Κάποτε ήταν αλλιώς Μαιρούλα!...Ίσως νάχει δίκιο η μαμά σου,….ίσως όχι…
Άλλωστε, «πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη, με λογής παράξενα φυτά», που λέει κι ο ποιητής!

Με ξύπνησε ο ήχος του κινητού. Μήνυμα απ’ τον Αλέξη. «έχω εισιτήρια για την συναυλία του Θάνου Μικρούτσικου. Ξέρεις…Κούτρας, Θηβαίος,….τραγουδάνε Καββαδία…»
Δεν χρειάστηκε να δω τη συνέχεια. Είπα, ναι! Κι ευχόμουν κάπου εκεί να βρω ξανά τη Μαιρούλα! Με ή χωρίς τη μαμά της.

Ήρθε και με βρήκε αυτή!...ο Βασιλικός έγραψε πως η σύμπτωση είναι συνώνυμο της ανάγκης. Κι εγώ είχα ανάγκη να τη συναντήσω. Όπως έχω ανάγκη να βρω όλα τα πριν που δεν έζησα.

Είχαν περάσει μήνες από τότε που «χάρισε» τα ασημένια πατίνια στη μαμά της. Η Μαιρούλα ερχόταν στο μεταξύ κρυφά κάποια μεσημέρια στο βιβλιοπωλείο. Συναντούσε τον Καββαδία στην προπέλα της εφηβείας της, όσο εγώ ξαγρυπνούσα σε ένα ρεαλισμό που δεν με διέσωσε.
Δεν μιλήσαμε ποτέ για τη μαμά της. Ούτε για τίποτα άλλο μιλήσαμε. Όταν την «έπιασα» να διαβάζει λαθραία, απλά της έγνεψα πως είναι εντάξει. Κι έτσι σιωπηρά συνωμότησα στην επανάσταση της, μετρώντας τις χάντρες απ’ το κομπολόι των δικών μου επαναστάσεων. Ακόμα κι αυτών που από πρόσχημα έχω φιλτράρει. Άλλωστε αυτές «είναι αλλιώς»…και είναι αυτές που πονάνε περισσότερο.

Είναι παράξενος ο τρόπος που μπλέκονται μεταξύ τους οι ιστορίες. Παράξενες συμπτώσεις σε διαφορετικά παραπατήματα. Η συνωμοσία μου με τη Μαιρούλα. Όλα όσα άφησα να με προσπεράσουν. Η μαμά της Μαιρούλας που ξεχάστηκε στα ασημένια πατίνια. Όλα τα αφανέρωτα που με βόλεψαν. Γίνονται όλα ένα σημάδι. Στα υποσέλιδα του Καββαδία. Ένα τόσο δα σημάδι στην άκρη της σιωπής, ικανό να ξεθαρρέψει άλλη μια ανατροπή. Και δεν σηκώνει ερμηνεία. Απλά συμβαίνει. Κάτι σαν φωνή χωρίς σώμα. Το σύμπαν…ίσως!
- κι εσύ μπορείς να περπατάς στο σύμπαν σου Μαιρούλα…Να το θυμάσαι!


Υ.Γ:
- Γειά σας! Ωραία συναυλία…με θυμάστε;…Ξέρετε δεν πρόλαβα ποτέ να πω ευχαριστώ!
Η Μαιρούλα ήταν εκεί!
- Εγώ σ ευχαριστώ Μαιρούλα!...Κι ας μην μάθεις ποτέ το γιατί…!

Friday, February 23, 2007

για τον γλάρο Ιωνάθαν!


Μου τον θύμισε μια φίλη. «έλα να σε πάρω μια βόλτα στο εξοχικό μου…»,…μου είπε. Πήγα!Υπαίθρια ανοιχτά παντζούρια! «Με το βλέμμα να απλώνεται στα σωθικά του ωκεανού. Να το αισθάνεσαι και να σου αρκεί». Κι αυτό μου τόπε. Και μ ‘άφησε να κάνω μια βουτιά σ’ αυτή τη θάλασσα που μου δάνεισε. Ένα ταξίδι! Στην άλλη όχθη της ψυχής. Εκεί όπου μας πάει συχνά πυκνά η καρδιά. Εκεί…ξέρεις εσύ…!
Έτσι βρέθηκα απέναντι από όλες τις ελευθερίες που κάποια στιγμή αναμετρήθηκα. Με τον γλάρο Ιωνάθαν να επιστρέφει ξανά στην επικαιρότητα της ζωής μου.
Ίσως αυτό να σημαίνει πολλά, μα τι σημασία έχει….εγώ ήθελα απλά να το πω!
Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον! Σαν την Τερέζα κι αυτός. Τόλμησε!
Υ.Γ: …τώρα είμαι σχεδόν σίγουρη!...ελευθερία είναι… ένας... Ιωνάθαν σε μορφή γλάρου!

Η σκέψη μας μαζί σου αρχηγέ!

Άκουσα πως έφυγες!
Βγήκες να χαιρετήσεις τον ήλιο κι έφυγες μαζί του στην άλλη άκρη της ζωής.
Σκέφτομαι πως θάσαι κάπου εκεί με τους αγγέλους. Να τραγουδάς την ποίηση σου στον αποσπερίτη. Στη μήτρα του ήλιου μέσα. Να μοιράζεις πιο ελεύθερα τα γέλια σου.
Άραξες στα μπαλκόνια της αθανασίας Ανθή.
Το είπαν κι οι ειδήσεις. Αυτό τον Οκτώβρη δραπέτευσες αθόρυβα απ’ την ματαιότητα.
Άτιμη επικαιρότητα. Τη σιχάθηκα. Θα ορκιζόμουν να λάθεψε, μα είναι πια είδηση η δικιά σου αναχώρηση αρχηγέ.
Πως χωράει τόση άγρια θλίψη σ’ ένα τόσο έγχρωμο Φθινόπωρο; Η μυρωδιά της απώλειας πνίγει όλα τα πρόσωπα που αγαπήθηκαν μαζί σου.

Σκέφτομαι πόσο γενναία αγάπησες τη ζωή. Πόσο γενναιόδωρα την μοίραζες σε όλους εμάς που περπατήσαμε δίπλα σου.
Έφυγες! Τι αστείο είναι τούτο αρχηγέ;
Εσύ έλεγες πως η ζωή είναι απέραντη αν ξέρεις να την τραγουδάς. Έλεγες πως οι ήλιοι είναι τα όνειρα μας όταν δραπετεύουν απ’ την νοθεία. Έλεγες πως στην πλάτη των πουλιών ανεβαίνουμε για να ακουστεί πιο δυνατά το μήνυμα μας.
Τώρα; Σε ποιο απέραντο ουρανό ταξιδεύεις; Οκτώβρης μήνας κι η η σάλπιγγα του χρόνου κάνει την δικιά της παύση στα χρονολόγια της δικιάς σου μουσικής.

Βγαίνω στους δρόμους αναζητώντας μια διάψευση. Μα συναντώ μόνο μια θεόρατη σιωπή. Σωριάζομαι στο αμετάκλητο. Ο ρεαλισμός μοιάζει για άλλη μια φορά ισοπεδωτικός. Αυτή η αλήθεια δεν ανατρέπεται. Μοιάζει στην δικιά σου αγέρωχη φωνή.
Ναι, τη φωνή σου. Τίποτα δεν ήταν ικανό να την ανατρέψει. Ταξίδευε στα νοήματα που υπέγραφες. «Νάστε περήφανοι για όσα αγαπάτε», αυτό έλεγες. Χρόνια το έλεγες. Όπου κι αν σε συναντούσα, συχνά ή σπάνια φρόντιζες να μου το θυμίζεις.
Σήμερα στέκομαι ακριβώς εκεί. Στα λόγια σου. Στην πρώτη υπόσχεση της ζωής μου. Όπως εσύ την χώρεσες στην ψυχή μου πριν εικοσιπέντε περίπου χρόνια. «Με αυτό το τριφύλλι σήμερα γίνεσαι Οδηγός κι αυτό θα πει να ακολουθείς τ’ αχνάρια της καρδιάς σου».
Η καρδιά σήμερα με οδηγεί εδώ. Να κοιτάω ψηλά. Να θέλω να ακουμπήσω τα αποτυπώματα της δικιάς σου σκέψης. Να σου πω ευχαριστώ αρχηγέ!
Σκέφτομαι πως είσαι κάπου ανάμεσα στη μικρή και στη μεγάλη άρκτο. Δεν μπορεί να μην μας ακούς. Έχουμε στο επιδέρμιο της ψυχής χαραγμένο το τριφύλλι. Της φιλίας. Της οδηγού. Της ζωής. Της πρόσθετης αξίας που χάρισες στην καθεμιά από εμάς. Σε όποιον σε συνάντησε σε όλα τα μετερίζια που περπάτησες.
Διένυσες πολλούς δρόμους αρχηγέ. Μέχρι την άλλη άκρη της γης έφτασες. Κι άφησες δίπλα απ’ τον καθένα μας το υστερόγραφο της αγάπης. Κι αυτό είναι για πάντα.
Όπως για πάντα ήταν για σένα χαραγμένο στη καρδιά σου το τριφύλλι.

Αμαλία, Οκτώβρης 2006

Υ.Γ:
Σήμερα θέλω να φορέσω τη στολή μου. Έτσι θέλω να σου πω το ευχαριστώ αρχηγέ.
Με ένα χειρόγραφο.
Χαρισμένο σε σένα και σ όλες τις φιλενάδες που έχουν στη ψυχή τους χαραγμένο το τριφύλλι.

22 Φεβρουαρίου είναι η Ημέρα Σκέψεως. Σ' αυτή την πιο σημαντική ημέρα του Οδηγισμού, η σκέψη είναι αφιερωμένη στην Αρχηγό μας. Την Ανθή Χριστοφίδου. Έφυγε πολύ νωρίς, τον περασμένο Οκτώβριο, για ένα ταξίδι στην άλλη άκρη της ζωής.

Sunday, January 28, 2007

η θάλασσα, η πεταλούδα και το χαλίκι

[λοιπόν ναι...ήθελα να βάλω αυτό το χειρόγραφο ξανά εδώ. Για όσους το ξαναδιάβασαν...επιφυλάσσομαι για κάτι πιο ενδιαφέρον στη συνέχεια]

ποτέ δεν μου άρεσαν οι ευθείες. Ούτε οι κλειστές γραμμές. Στην μικρή μου νιότη έγραφα συχνά για τις λέξεις που δεν χωράνε σε ευθυγραμμισμένα φύλλα. Διαλέγω πάντα χαρτιά χωρίς γραμμικές σηματοδοτήσεις. Τα χειρόγραφα μου είναι γραφές εθισμένες στην αταξία. Εμπνεύσεις ξέμπαρκες, γεμάτες υγρασία και φωνές γιασεμιών. Σ όλα μου τα πάθη υπογράφω πεισματικά με ροκ μουσικές. Μπαλάντες από γνωστικές αγάπες. Αφιερώσεις σε αγνώριστους έρωτες. Σκόρπιες στιγμές από μικρά και μεγάλα όνειρα.
Κι άμα είναι για ψάρεμα...η διαδρομή ακολουθεί με νόημα το ακρογιάλι της ουτοπίας. Πως τόπε ο Οκτάβιο Παζ..."νάσαι αντάξιος αυτού που ονειρεύεσαι". Και τα όνειρα δεν γίνονται τετράγωνα. Πως να γράψω σε γραμμές τετραδίων, αφού έχω μάθει να περπατάω σε ημικύκλια. Με τρομάζουν οι τελείες, οι άνω και οι κάτω. Με εξοργίζουν τα δήθεν πρόσωπα. Οι δήθεν όρκοι, οι δήθεν μάρκες. Μα τι διαστροφή... λάτρεψα ατέλειωτα αυτή την δήθεν υποψία που μου χάρισες. Με τα μάτια της πόλης. Δίπλα απ τις περιπλανήσεις των γλάρων. Στο αντάμα ενός και πολλών καλοκαιριών. Απ τον Ιόνιο μέχρι την πράσινη γραμμή. Δυό εκατοστά απ την άλλη όχθη της ψυχής. Σε μια άλλη αυλή απέναντι. Στο περιφραγμένο ταξίδι της ζωής σου. Εκεί! Έμαθα να αγαπάω την υγρασία μου.
Τώρα δεν βγάζω την ψυχή μου στην ταράτσα να στεγνώσει!Τέτοια μυαλά κουβαλάω. Πατάω γκάζι και φορτώνω τα ρίσκα μου. Έρημη λογική. Με μένα δεν θα βρεις τα δίκια σου. Όσα χάδια κι αν σου κάνω, βρίσκεται πάντα μια θάλασσα και με ανατρέπει. Γράφω την ποίηση μου σε χαλίκια. Άντε...και καμιά φορά σε λευκά φύλλα. Αγαπάω τους απρίληδες. Το ξέρεις καλά εσύ...καμιά φορά...κυνηγάω και πεταλούδες.
Τώρα κυνηγάω τίτλους για διαφημίσεις επάρκειας. Ζω τον μύθο του σλόγκαν και δικαιώνω τον δάσκαλο μου..."εσένα σου πάει το χαρτί και το μελάνι...τι τα θες τα συνεργεία;...".Δεν τάθελα. Μια τζούρα από μπαγιάτικο καπνό με ταξίδεψε στα εργαστήρια του Πολυτεχνείου. Πήρα πτυχίο στα Ψηλά Αλώνια, πίνοντας φραπέδες στην υγειά του Τσε Γκεβάρα. Γνώρισα τον Άχμετ που έγινε τρομοκράτης. Τον Θάνο Μικρούτσικο που είναι μεγάλος συνθέτης. Περπάτησα στις γραμμές των οριζόντων, είδα από κοντά την θλίψη του μέσου όρου, κι έκανα ραδιοφωνικές εκπομπές για να μην χαλιέμαι στα αδιέξοδα μου.
Άλλωστε τώρα ξέρω...τον "Παναχαϊκό" τον ανεβαίνεις μόνο μια φορά...Φούριες, πολλές φούριες Αλέξη μου! Φτιάχνουμε καμπάνιες με την σέσουλα κι είναι το ίδιο διασκεδαστικό όσο να πίναμε μαζί τα ούζα μας στου Ποπάυ. Νιώθω να ξεφεύγω απ τον μέσο όρο και να βρίσκω την φιλενάδα που συνάντησες στο τραίνο, σε κείνο το ταξίδι για την χώρα της αγαθής νιότης. Πόσο δίκιο είχε ο Ευγένιος...."Αυτοί που αγαπιούνται ξαναβρίσκονται πάντα!"...Ναι..γιατί έχουν στην πλάτη τους χαραγμένο το αποτύπωμα της γενετήσιας διαδρομής. Η έμφυτη ανάγκη του καθενός να χορεύει στο εμβρυακό του μοτίβο. Κάτι σαν την έξοδο κινδύνου της Αλκυόνης. Όταν τα όνειρα προδίδουν, να τόχεις ήδη βάλει το σημάδι...εκεί στην άκρη του νησιού..δίπλα στα μάτια σου. Για νάναι η θάλασσα πάντα πλατιά, να ταξιδεύεις....!

Υ.Γ....για όσους ξέρουν, "η θάλασσα, η πεταλούδα και το χαλίκι"....είναι απλά ο τίτλος! Γεννήθηκε σ ένα ποίημα κάποιο Απρίλη του 1987, ανεβαίνοντας τον Παναχαϊκό, ύστερα από πολλά ούζα στου Ποπάυ, με τζούρες χαλασμένου καπνού στα Ψηλά Αλώνια, με την μισή ψυχή στο νησί και την άλλη μισή στο όνειρο, με δέκα φόβους καρφωμένους στο κούτελο και δέκα τραγούδια στο στούντιο του Φάρου, με την χημεία νάναι απλά μια βόλτα στην αντίδραση, με την αντιγνώση νάναι μια εμπειρία, που σήμερα έχει την δύναμη να δικαιώνει το χθεσινό και ίσως το κάθε επόμενο λάθος.

Υ.Γ...τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η κάθε στιγμή γεννάει μια νέα στιγμή. Η κάθε ιδέα, μια νέα ιδέα. Η έμπνευση να διαλέξω αυτό τον τίτλο απ τα χειρόγραφα της ποίησης μου, για τα χειρόγραφα μιας νέας γραφής, ήρθε μέσα απ τα περπατήματα στη Λευκωσία, σε νύχτες που μύριζαν γιασεμί και νέα όνειρα, κτίζοντας μια καμπάνια για την πόλη, ...με τα μάτια της πόλης!

Tuesday, December 12, 2006

για να μην ξεχνιόμαστε!

αν είστε από τους διαστροφικούς τύπους που δουλεύουν πολύ, απλά σας θυμίζω το εξής:

οι σκύλοι καλά περνάνε, εσείς;